Oι περισσότεροι ήρθαν πριν από αρκετά χρόνια στην Ελλάδα με σκοπό να εξασφαλίσουν το καθημερινό μεροκάματο. Επειτα από αρκετούς κόπους άνοιξαν τη δική τους επιχείρηση. Για τους μετανάστες επιχειρηματίες που ζουν στην Αθήνα η κρίση είχε αντιφατικές συνέπειες. Οπως και οι έλληνες καταστηματάρχες έχουν να αντιμετωπίσουν τη μειωμένη κατανάλωση. Παράλληλα όμως, όλο και περισσότεροι Ελληνες προτιμούν τα δικά τους καταστήματα για τις αγορές τους. Οι χαμηλές τιμές αλλά και τα ιδιαίτερα προϊόντα που πωλούν είναι το διαβατήριο για την επιβίωσή τους σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία.
Η Γιολάντα από την Πολωνία, εργάζεται εδώ και αρκετά χρόνια σε ένα τσεχικό μίνι μάρκετ στου Γκύζη. Την πλειονότητα της πελατείας του καταστήματος αποτελούν οι ουκ ολίγοι Ανατολικοευρωπαίοι της περιοχής, όμως οι έλληνες πελάτες ολοένα αυξάνονται. «Οι περισσότεροι έρχονταν αρχικά γιατί είχαμε πολύ καλές τιμές. Για παράδειγμα, το ζαμπόν που πουλάμε κάνει 9 ευρώ το κιλό.Το αντίστοιχης ποιότητας ζαμπόν στα ελληνικά μαγαζιά κοστίζει πάνω από 13 ευρώ» δηλώνει μιλώντας στο «Βήμα». « Τελικά επειδή συνήθως μένουν ευχαριστημένοι, συνεχίζουν να μας προτιμούν. Ιδιαίτερα δημοφιλή στους Ελληνες είναι τα αλλαντικά και τα τουρσιά » συμπληρώνει.
Στους περισσότερους αρέσει να μιλούν για τη χώρα τους. Είναι υπερήφανοι που ξεπέρασαν τις δυσκολίες τις οποίες συνάντησαν όταν ήρθαν εδώ και για όσα έχουν πετύχει. Υπάρχουν όμως και εξαιρέσεις: « Εχω έναν μεγάλο φούρνο, πουλάω στη λιανική αγορά, αλλά τροφοδοτώ και μεγάλα εστιατόρια. Κανείς από τους πελάτες μου δεν ξέρει ότι είμαι Αλβανός. Το να εμφανιστώ και να προβάλω την καταγωγή μου πιο πολύ δυσφήμηση θα είναι για μέναπαρά οτιδήποτε άλλο» ήταν η κατακλείδα της συζήτησής μας με τον «Γιάννη»...
Μπεν
Ο κομμωτής από την Γκάνα
Ως πριν από δέκα χρόνια οι κομμώσεις με ράστα, «τζίβες» και εξτένσιον ήταν σπάνιες στην Ελλάδα. «Μόνο οι Αφρικανοί τις προτιμούσαν.Οι Ελληνες πίστευαν ότι αυτού του είδους τα χτενίσματα προκαλούν τριχόπτωση» λέει γελώντας ο Μπεν που ζει στη χώρα μας εδώ και περίπου 20 χρόνια. «Πριν από περίπου έξι χρόνια έγιναν της μόδαςκαι όλο και περισσότεροι Ελληνες, άνδρες και γυναίκες, έρχονται στο κομμωτήριό μας. Θεωρώ ότι, αν σε κάποιον αρέσει αυτό το στυλ, το κόστος δεν είναι μεγάλο. Ενα “τζιβάκι” κοστίζει από 5 ως 10 ευρώ, ανάλογα με το μέγεθος». Πέρα από τις εξωτικές κομμώσεις, ο Μπεν κουρεύει «κλασικά» πολλούς γείτονές του, Ελληνες και ξένους, στην τιμή των 5 ευρώ. «Μου φαίνεται κοροϊδία να πάρω περισσότερα από έναν άνθρωποπου δεν είναι πλούσιος, όταν ειδικά το ανδρικό κούρεμα τις περισσότερες φορές είναι υπόθεση δέκα λεπτών. Γι΄ αυτό μάλλον με προτιμούν όλο και περισσότεροι Ελληνες». Αμπντούλ
Κούρεμα με πέντε ευρώ
Εργάζεται εδώ και 10 χρόνια στο κουρείο που διατηρεί ο θείος του στου Ψυρρή. Θεωρεί ότι η εποχή των «παχιών αγελάδων» έχει περάσει ανεπιστρεπτί. «Πριν από κάποια χρόνια κάναμε τζίρους ύψους 600 ευρώ την ημέρα,πλέον έχουμε πέσει στο 1/3» δηλώνει. Στο πελατολόγιο του κουρείου πάντως προστίθενται σταθερά Ελληνες, κυρίως συνταξιούχοι, τους οποίους προσελκύει η πολύ χαμηλή τιμή των υπηρεσιών του. «Χρεώνουμε το κούρεμα πέντε ευρώ-μισή τιμή σε σχέση με το φθηνότερο ελληνικό κουρείο. Ερχονται ηλικιωμένοι άνθρωποι και φεύγουν ευχαριστημένοι.Δυστυχώς όμως οι νέοι Ελληνες δεν μας προτιμούν.Αν και όλοι όσοι δουλεύουμε είμαστε εκπαιδευμένοι κουρείς,οι νέοι επιμένουν να προτιμούν τα μοντέρνα κομμωτήρια» καταλήγει.
Τόμεκ
Ο πολωνός ηλεκτρολόγος
Είναι από τους κερδισμένους της κρίσης. Η ελληνική πελατεία του έχει αυξηθεί κατακόρυφα. «Την αντικατάσταση ενός πίνακα, για παράδειγμα, την κοστολογώ 175 ευρώκαι βγάζω κέρδος. Οι έλληνες συνάδελφοί μου χρεώνουν γύρω στα 250 ευρώ. Επίσης είχα εντυπωσιαστεί από το γεγονός ότι οι έλληνες ηλεκτρολόγοιχρεώνουν μια επίσκεψη είτε επισκευάσουν κάτι είτε όχι.Εγώ δεν πληρώνομαι ποτέ μόνο για την επίσκεψη.Μπορεί να φαίνεται χαζό εκ μέρους μου, όμως θεωρώ ότι τελικά η ειλικρινής συμπεριφορά εκτιμάται από τον πελάτη, ο οποίος θα σε προτιμήσει όταν του συμβεί κάποια σοβαρή ζημιά» επισημαίνει. «Ο λόγος που πρόλαβα να έρθω για τη συνέντευξη είναι ότι σταματήσαμε τη δουλειάλόγω διακοπής ρεύματος από τη ΔΕΗ» σχολιάζει χαμογελώντας.
Γιολάντα
Το τσέχικο μίνι μάρκετ
Για την πολωνή εργαζόμενη στο τσέχικο μίνι μάρκετ η ζωή στην Ελλάδα έχει δυσκολέψει. «Με ρωτούν αρκετοί φίλοι μου στην Πολωνία αν θα τους συμβούλευα να μεταναστεύσουν εδώ. Πριν από πέντε-έξι χρόνια θα τους έλεγα σίγουρα ναι, τώρα όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει.Εχουμε αρκετούς έλληνες πελάτες, επειδή φαίνεται ότι προτιμούν τις τιμές μας. Τους τελευταίους μήνες, όμως, προτού τοποθετήσουν ένα προϊόν στο καρότσι τους κοιτάζουν πάντα το καρτελάκι της τιμής. Δεν συνέβαινε πάντα αυτό».
Ισλάμ Καζίμ
Ο ράφτης του Μπανγκλαντές
Εδώ και πέντε χρόνια διατηρεί κατάστημα επιδιόρθωσης ενδυμάτων στο κέντρο της Αθήνας. Η πελατεία του αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από Ελληνες. «Θεωρώ ότι έχω πολύ καλές τιμές,όμως πιστεύω ότι ο βασικός λόγος που πηγαίνω καλά είναι η ποιότητα της δουλειάς μου» λέει. Το επάγγελμά του είναι από εκείνα που θεωρητικά θα μπορούσαν να ευνοηθούν από την κρίση. «Οι πελάτες μού έλεγαν συνεχώς ότι ο κόσμος δεν έχει λεφτά, δεν αγοράζει καινούργια ρούχα, οπότε θα σου φέρνει τα παλιά για επιδιόρθωση.Εγώ πάντως δεν βλέπω καμία διαφοροποίηση στον τζίρο μου» δηλώνει.
Ντίνο
Τσάντες made in China
Οι κινέζοι καταστηματάρχες είναι με διαφορά οι πιο δυσπρόσιτοι. Ο Ντίνο είναι η εξαίρεση. Χαίρεται να μιλάει για το κατάστημα με γυναικείες τσάντες που διατηρεί στην Ιερά οδό. «Οι δουλειές πάνε πολύ καλά. Πουλάμε χονδρική ιδίως σε καταστήματα στα νησιά,ενώ τους τελευταίους μήνες έχει αυξηθεί πολύ η πελατεία μας και στη λιανική» δηλώνει εμφανώς ικανοποιημένος. Πράγματι, πολλοί μπαίνουν στο μαγαζί του και αποχωρούν με ολόκληρα... τσουβάλια γεμάτα τσάντες. Λογικό, αν σκεφτεί κανείς ότι η τιμή της καθεμιάς ξεκινάει από τα 3 ευρώ και φτάνει ως τα 12 ευρώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΓΡΑΨΤΕ ΤΟ ΔΙΚΟ ΣΑΣ ΣΧΟΛΙΟ